Χωριά του Ασπροποτάμου

Τα κυριότερα χωριά του Ασπροποτάμου

 

Ανθούσα

Η Ανθούσα βρίσκεται σκαρφαλωμένη στις δασώδεις πλαγιές του όρους Κέδρος, σε υψόμετρο 1100 μέτρων. Απέχει 97 χλμ από τα Τρίκαλα, μέσω Πύλης, και 62 χλμ από την Καλαμπάκα. Ο πληθυσμός της είναι 300 κάτοικοι, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων διαμένει στο χωριό μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Πρόκειται για ένα γραφικό χωριουδάκι με παραδοσιακά αρχοντικά, από τα οποία ξεχωρίζει το Αρχοντικό Παπαστεργίου (1877), περιτριγυρισμένο από πυκνά δάση ελάτης και οξιάς. Παλιές εκκλησίες, πλακόστρωτα σοκάκια, πέτρινα γεφύρια και λιθόκτιστες βρύσες με τρεχούμενα νερά συμπληρώνουν την εικόνα του.

Το χωριό χτίστηκε στο πρώτο τέταρτο του 18ου αιώνα (1700-1725) με το όνομα Λεπενίτσα και κατά την περίοδο της ακμής του αναπτύχθηκε η τέχνη της χρυσοχοΐας και η κτηνοτροφία. Επιπλέον, είχε σημαντική συνεισφορά στην ελληνική επανάσταση καθώς αποτελεί τη γενέτειρα των ηρώων Μήτρου Σίμου, πρωτοπαλίκαρου του Αθανασίου Διάκου, και Θοδωράκη Γρίβα. Επίσης, ο ήρωας Κατσαντώνης κατέφυγε και έδρασε στην περιοχή. Σύμφωνα με την απογραφή των Τούρκων το 1820 το χωριό είχε 20 σπίτια. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, αποτέλεσε τμήμα του Δήμου Λάκμωνα, αριθμώντας 318 κατοίκους ενώ, το 1928 μετονομάστηκε σε Ανθούσα.

 

Γαρδίκι

Το Γαρδίκι ατενίζει τον Ασπροπόταμο από υψόμετρο 1100 μέτρων στη νοτιοανατολική πλαγιά της Κακαρδίτσας (2429 μ.), το ψηλότερο βουνό της Νότιας Πίνδου. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ορεινά χωριά του Νομού Τρικάλων αριθμώντας περίπου 850 σπίτια. Παρόλα αυτά, το χωριό το χειμώνα είναι σχεδόν έρημο. Το καλοκαίρι ο πληθυσμός του ξεπερνάει τους 3000 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένου και του οικισμού Παλαιοχώρι ή Κεράσοβο. Το Γαρδίκι απέχει 80 χλμ από τα Τρίκαλα και 62 χλμ από την Πύλη και είναι προσβάσιμο μέσω της εντυπωσιακής Γέφυρας Αλεξίου.

Πήρε το όνομά του από τη Βλάχικη λέξη «γκαρντίστι», παραφθορά της Λατινικής «γκάρντα», που σημαίνει φρούριο. Η ονομασία περιγράφει πολύ εύστοχα το χωριό το οποίο, περιτριγυρισμένο από επιβλητικά βουνά, μοιάζει με οχυρό και είναι ορατό μόνο από τον κεντρικό δρόμο που περνάει απέναντί του. Στο Παλαιοχώρι έχουν ανακαλυφθεί τα ερείπία της αρχαίας πρωτεύουσας του Βασιλείου της Αθαμανίας καθώς και νομίσματα με την επιγραφή Αθαμάνες. Ο πρώτος βασιλιάς της Αθαμανίας ήταν ο Αθάμας. Η παλαιότερη αναφορά του χωριού με τη σημερινή του ονομασία είναι κατά την πρώτη επίσημη απογραφή των Τούρκων το 1454. Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το 1881, το Γαρδίκι εξελίχθηκε σε κεφαλοχώρι. Αποτέλεσε την έδρα του παλιού Δήμου Αθαμανών, ο οποίος καταργήθηκε το 1912.

 

Κρανιά

Σε υψόμετρο 1140 μέτρων, ανάμεσα στα βουνά Τριγγία (2204 μ.), Μπούτζα (2144 μ.) και Κάλτσα (2058 μ.) δεσπόζει η Κρανιά. Είναι ένα από τα ωραιότερα χωριά του Ασπροποτάμου με μεγάλη ιστορία και πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Ο Κρανιώτικος, παραπόταμος του Ασπροποτάμου, χωρίζει το χωριό στα δύο, ενώ αποτελεί ιδανικό βιότοπο της πέστροφας. Επιπλέον, η Κρανιά περιβάλλεται από πλούσια δάση ελάτης, πεύκης και οξιάς. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο μερικά από τα σπανιότερα είδη της ελληνικής πανίδας όπως, η καφέ αρκούδα και ο λύκος. Ο πληθυσμός της είναι 360 κάτοικοι. Όμως, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αγγίζει τις 3000, συμπεριλαμβανομένων των οικισμών Δολιανά, Κονάκια και Κουκουφλί. Απέχει 89 χλμ από τα Τρίκαλα, μέσω Πύλης, και 58 χλμ από την Καλαμπάκα.

Το χωριό οφείλει την ονομασία του στην ενδημική παρουσία του ομώνυμου καρποφόρου δέντρου. Η πρώτη γραπτή αναφορά του χωριού με την ονομασία Κρανιά είναι το 1520 στα ιστορικά αρχεία της Μονής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος των Μετεώρων. Συνεπώς εικάζεται ότι το χωριό χτίστηκε μεταξύ 1460 και 1520 αριθμώντας περίπου 30 οικογένειες. Η επόμενη αναφορά είναι το 1614 στα αρχεία της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων η οποία περιλαμβάνει και τα ονόματα των κατοίκων που έγιναν δωρητές του μοναστηριού. Το 1720 το χωριό εγκαταλείφθηκε προσωρινά εξαιτίας επιδημίας πανούκλας και ξανακατοικήθηκε αργότερα από μεγαλύτερο αριθμό οικογενειών. Έφτασε στην ακμή του την περίοδο μεταξύ 1885 και 1943, αριθμώντας 4000 κατοίκους. Είχε μεγάλη παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, ανεπτυγμένη οικοτεχνία, εξαιρετικές εμπορικές δραστηριότητες και μεταφορές. Επίσης, ήταν γνωστό για τα υφαντά του, τα περίφημα κρανιώτικα σκουτιά.

Η Κρανιά λεηλατήθηκε επανειλημμένα από Αρβανίτες, Τούρκους και Γερμανούς. Όμως, η πρώτη φορά ήταν το 1824 από τον Έλληνα οπλαρχηγό των Αγράφων, και μετέπειτα ήρωα της ελληνικής επανάστασης, Γεώργιο Καραϊσκάκη. Το πιο τραγικό κεφάλαιο της ιστορίας της ήταν το Οκτώβριο του 1943 όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο χωριό. Αφού ανακάλυψαν τους τάφους των Γερμανών στρατιωτών που είχαν σκοτωθεί σε προηγούμενες μάχες, το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν εν ψυχρώ τους εφτά μοναδικούς υπερήλικες κατοίκους του για εκδίκηση.

 

Χαλίκι

Στα σύνορα της Θεσσαλίας με την Ήπειρο, στη σκιά του επιβλητικού όρους Λάκμος ή Περιστέρι (2295 μ.), από όπου πηγάζει ο Ασπροπόταμος, βρίσκεται το Χαλίκι. Χτισμένο σε υψόμετρο 1160 μέτρων αποτελεί το δυτικότερο χωριό των Τρικάλων και της Θεσσαλίας. Απέχει 97 χλμ από τα Τρίκαλα, μέσω Πύλης, και 66 χλμ από την Καλαμπάκα. Ο πληθυσμός του είναι 150 κάτοικοι, οι οποίοι αυξάνονται το καλοκαίρι. Διασχίζεται από τα ρέματα του Άσπρου, και της Καπραρίας οι όχθες των οποίων ενώνονται με δυο πέτρινα τοξωτά γεφύρια. Αυτό το γραφικό χωριό με τα παραδοσιακά αρχοντικά, τα λιθόστρωτα σοκάκια, τις παλιές εκκλησίες και τις πέτρινες βρύσες αποτελεί ένα στολίδι φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι, κρυμμένο στην καρδιά της Νότιας Πίνδου.

Το χωριό πήρε την ονομασία του από τα χαρακτηριστικά λευκά χαλίκια του Αχελώου. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το Χαλίκι είναι παραφθορά του ονόματος Χαλκίς. Πρόκειται για αρχαία πόλη του Βασιλείου της Αθαμανίας, χτισμένη στη σημερινή τοποθεσία του χωριού. Επίσης, η περιοχή αναφέρεται ως Χαλκίς στο χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου το 1331.  Θεωρούνταν ως μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Πίνδου. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, το Χαλίκι αποτέλεσε την έδρα του Βλαχοπασά Δημάκη, ο οποίος διοικούσε με σκληρότητα, επιβάλλοντας βαρείς φόρους στους κατοίκους. Λέγεται μάλιστα ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός, κατά το πέρασμά του από το χωριό, αφού λειτούργησε στην εκκλησία, κατέκρινε το Δημάκη για τις πράξεις του και προέβλεψε το άσχημο τέλος του.