Περτούλι

Περτούλι

 

Το Περτούλι είναι ένα κόσμημα από πέτρα κατασκευασμένο από το άνθρωπο χέρι. Φωλιάζει ανάμεσα στα βουνά της Νότιας Πίνδου, Κόζιακας, Νεράιδα, Μαρόσα και Αυγό, σε υψόμετρο 1150 μέτρων.

 

 

Χαρακτηρίζεται από τα παραδοσιακά του αρχοντικά με τα χαγιάτια, τις διάσπαρτες πέτρινες βρύσες και τα πλακόστρωτα ανηφορικά σοκάκια γύρω από την κεντρική πλατεία. Έχει πληθυσμό 200 κατοίκους και απέχει 48 χλμ από τα Τρίκαλα, 44 χλμ από την Καλαμπάκα,  29 χλμ από την Πύλη και 15 χλμ από την Ελάτη. Περιβάλλεται από ένα μοναδικής φύσεως και αισθητικής ελατοδάσος, έκτασης περίπου 35.000 στρεμμάτων. Το δάσος διοικείται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και χρησιμοποιείται για την πρακτική άσκηση των φοιτητών Δασολογίας. Το χωριό αποτελεί ένα σημαντικό τουριστικό προορισμό διαθέτοντας μεγάλη ποικιλία από ξενοδοχεία και ξενώνες, εστιατόρια, καφετέριες και καταστήματα τουριστικών ειδών. Το χιονοδρομικό κέντρο βρίσκεται σε απόσταση 6 χλμ.

Ιστορία

Το Περτούλι πρωτοαναφέρεται στα ιστορικά έγγραφα της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων στις αρχές του 10ου αιώνα. Το 1720 εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά εξαιτίας επιδημίας πανώλης. Ξανακατοικήθηκε από τον Τριαντάφυλλο Χατζή Μπέρτα από τον οποίο, όπως πιστεύεται από μερικούς, πήρε τη σημερινή του ονομασία. Το 1823 πυρπολήθηκε μαζί με την Ελάτη, το Νεραϊδοχώρι και την Πύρρα από τους Αρβανίτες και ξαναχτίστηκε το  1841. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1943, καταστράφηκε από τους Γερμανούς επειδή στέγαζε το αρχηγείο της Εθνικής Αντίστασης.

Λαϊκή παράδοση

Ανάμεσα στο Περτούλι και το Νεραϊδοχώρι κυλάει το Ρέμα της Μάνας, τα νερά του οποίου χύνονται στον Ασπροπόταμο. Κάποτε, η σύνδεση μεταξύ των δύο χωριών γίνονταν με ένα όμορφο πέτρινο γεφύρι, στολισμένο με παραστάσεις σκαλισμένες με εξαιρετική λεπτότητα και τέχνη. Σύμφωνα με έναν τοπικό θρύλο, το γεφύρι κατέρρεε επανειλημμένα από τα νερά που κατέβαιναν ορμητικά από τις γύρω κορυφές. Ο πρωτομάστορας υποστήριζε ότι το αίμα των ζώων δεν ήταν αρκετό για να το στεριώσει αλλά έπρεπε να θυσιαστεί άνθρωπος. Έτσι, μια μέρα, άρπαξαν μια γριά ζητιάνα που περνούσε από εκεί και την έχτισαν στα θεμέλιά του και από τότε ονομάστηκε Γεφύρι της Γριάς. Όπως λέγεται από τους ντόπιους, κατά καιρούς πολλοί διαβάτες έχουν ακούσει το θρήνο της ή την έχουν δει να κάθεται στα χαλάσματα του γεφυριού.